Ως παχυσαρκία ορίζεται ως η υπερβολική αύξηση του λιπώδους ιστού στο σώμα. Ο βαθμός παχυσαρκίας, σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, προσδιορίζεται με το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ ή BMI), που αποτελεί το πηλίκο που προκύπτει αν διαιρέσουμε το βάρος (σε κιλά) με το τετράγωνο του ύψους (σε μέτρα).
Φυσιολογικά, ο ΔΜΣ πρέπει να είναι μεταξύ 18,5 και 24,9 kg/m2. Όταν ο ΔΜΣ είναι μεταξύ 25 και 29,9 το άτομο θεωρείται υπέρβαρο, ενώ όταν ο ΔΜΣ είναι ≥30 θεωρείται παχύσαρκο. Μεγάλη σημασία έχει και η περίμετρος της μέσης, δηλαδή η παρουσία κεντρικής παχυσαρκίας. Φυσιολογικές θεωρούνται τιμές <88 εκατοστά στις γυναίκες και <102 εκατοστά στους άντρες.
Η παχυσαρκία αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας αφού σχετίζεται με μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης τόσο στους άντρες όσο και στις γυναίκες. Περίπου 40% των ενηλίκων είναι υπέρβαροι και 15% παχύσαρκοι σε παγκόσμιο επίπεδο. Παρόμοια ή και μεγαλύτερα ποσοστά αναφέρονται και στην Ελλάδα. Επιπρόσθετα, η χώρα μας παρουσιάζει και από τα υψηλότερα ποσοστά παιδικής παχυσαρκίας στην Ευρώπη.
Με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα κατά της Παχυσαρκίας στις 4 Μαρτίου, οι Καθηγήτριες της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) της Ιατρικής Σχολής (ΕΚΠΑ), Σταυρούλα (Λίνα) Πάσχου (Επίκουρη Καθηγήτρια Ενδοκρινολογίας) και Θεοδώρα Ψαλτοπούλου (Παθολόγος, Καθηγήτρια Επιδημιολογίας-Προληπτικής Ιατρικής), παρέχουν στοιχεία με στόχο την ενημέρωση και ευαισθητοποίηση για την πρόληψη, τις επιπτώσεις και την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας.
Τα νοσήματα που σχετίζονται με την παχυσαρκία
Η παχυσαρκία δεν είναι απλά πρόβλημα αισθητικής ή εμφάνισης. Είναι πολυπαραγοντική νόσος με σοβαρές επιπτώσεις στη σωματική και ψυχική υγεία των ατόμων αλλά και του περιβάλλοντός τους, αφού πάνω από 50 διαφορετικά νοσήματα έχουν ως επιβαρυντικό παράγοντα την παχυσαρκία. Έχει σχετιστεί αιτιολογικά με 18 διαφορετικούς τύπους καρκίνου. Συμβάλει στη μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης και θανάτου από καρδιαγγειακά, και αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης των προδιαθεσικών του παραγόντων, όπως του σακχαρώδη διαβήτη, της υπερλιπιδαιμίας, την υπέρτασης.
- Αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης καρδιακής ανεπάρκειας, κολπικής μαρμαρυγής, περιφερικής αγγειακής νόσου, φλεβοθρόμβωσης.
- Επίσης, αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου, άνοιας, άσθματος και υπνικής άπνοιας.
- Από το γαστρεντερικό, αυξάνεται η πιθανότητα για λιπώδες ήπαρ, χολολιθίασης και γαστροοισοφαγικής παλινδρόμησης, εκκολπωμάτων στο έντερο και νόσου Crohn.
- Στις γυναίκες οδηγεί, επίσης, σε διαταραχές στον εμμηνορυσιακό κύκλο και υπογονιμότητα, σε αυξημένες πιθανότητες ανάπτυξης πολυκυστικών ωοθηκών, ενώ αυξάνει τις επιπλοκές στη μητέρα και το έμβρυο κατά την κύηση.
- Στους άνδρες έχει συσχετιστεί αντίστοιχα με λειτουργικό υπογοναδισμό.
- Επιπρόσθετα, αυξάνει την πιθανότητα ανάπτυξης ρευματοειδούς αρθρίτιδας και ουρικής, οστεοαρθρίτιδας.
- Από το δέρμα αυξάνεται η πιθανότητα ανάπτυξης ατοπικής δερματίτιδας και ψωρίασης.
- Στην ψυχική σφαίρα αυξάνεται η πιθανότητα ανάπτυξης κατάθλιψης και άγχους από την υπερβαρότητα.
Οι κατευθυντήριες οδηγίες που ισχύουν σήμερα για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας σε ενήλικες προτείνουν κλιμάκωση των θεραπευτικών μέτρων ανάλογα με το υπεβάλλον βάρος και την παρουσία συννοσηροτήτων. Σε όλους τους υπέρβαρους (ΔΜΣ>25) ή παχύσαρκους (ΔΜΣ>30) ασθενείς προτείνεται περιορισμός της θερμιδικής πρόσληψης και αύξηση της φυσικής δραστηριότητας. Σε παχύσαρκα άτομα (ΔΜΣ>30 ) ή άτομα με ΔΜΣ >27 και παρουσία σχετικών νοσημάτων συνιστάται συχνά επιπρόσθετη φαρμακευτική αγωγή, από τους στόματος ή ενέσιμη. Χειρουργική αντιμετώπιση με βαριατρικές επεμβάσεις συστήνεται σε άτομα με ΔΜΣ>40 ή ΔΜΣ>35 και παρουσία συννοσηροτήτων.
Οι φαρμακευτικές θεραπείες για την παχυσαρκία
Σχετικά με τις φαρμακευτικές θεραπείες, συνολικά έξι επιλογές έχουν έγκριση στις μέρες μας από τον αμερικανικό FDA και αφορούν στην ορλιστάτη, στο συνδυασμό φαιντερμίνης και τοπιραμάτης, στο συνδυασμό ναλτρεξόνης και βουπροπιόνης, στη λιραγλουτίδη, στη σεμαγλουτίδη και στην τιρζεπατίδη. Οι πρώτες τρεις λαμβάνονται από του στόματος, η λιραγλουτίδη δίδεται ως ημερήσια υποδόρια ένεση, ενώ η σεμαγλουτίδη και η τιρζεπατίδη ως εβδομαδιαία υποδόρια ένεση. Στην Ελλάδα κυκλοφορούν οι περισσότερες από τις ανωτέρω φαρμακευτικές επιλογές, που πρέπει φυσικά να χορηγούνται με οδηγίες και παρακολούθηση από ειδικούς ιατρούς.