Πως αντιμετωπίζονται οι αιματολογικές κακοήθειες στην εγκυμοσύνη

Εξαιρετικά σπάνια είναι η εμφάνιση αιματολογικών κακοηθειών κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης (0,02%). Σημαντική  είναι η έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία καθώς και η υψηλή κλινική υποψία.

Το  ποσοστό αυτό αυξάνεται, όσο αυξάνεται η ηλικία στην οποία οι γυναίκες κυοφορούν. Τα  νεότερα δεδομένα όσον αφορά τη διάγνωση και την αντιμετώπιση των συχνότερων αιματολογικών κακοηθειών στην εγκυμοσύνη  παρουσιάοζυν ο διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών Καθηγητής Θάνος Δημόπουλος (Αιματολόγος – Ογκολόγος) και η Ιατρός Αιματολόγος Δέσποινα Φωτίου, η Ιατρός Ογκολόγος Μαρία Καπαρέλου και η Καθηγήτρια Προληπτικής Ιατρικής και Επιδημιολογίας Θεοδώρα Ψαλτοπούλου.

Χημειοθεραπεία

Η συνήθη χορήγηση χημειοθεραπευτικών σχημάτων αλλά και νεότερων παραγόντων εξαρτάται από τη δυνατότητά τους να περνάνε τον πλακούντα, τη δόση χορήγησης αλλά και την εβδομάδα της κύησης. Κίνδυνος υπάρχει για το έμβρυο καθώς η χημειοθεραπεία κατά το πρώτο τρίμηνο αυξάνει τη πιθανότητα αυτόματης αποβολής, εμβρυικού θανάτου και γενετικών δυσμορφιών. Επίσης, ο κίνδυνος τερατογένεσης είναι μεγαλύτερος κατά το πρώτο τρίμηνο της κύησης και μειώνεται σημαντικά κατά τα επόμενα τρίμηνα. Κατά το 1ο τρίμηνο της κύησης συστήνεται και ο τερματισμός της, ενώ κατά κανόνα  είναι πιο ασφαλής η χορήγηση θεραπείας από το δεύτερο τρίμηνο και μετά. Όμως, παραμένει ο κίνδυνος πρόωρου τοκετού και χαμηλότερου σωματικού βάρους/αργοπορημένης ανάπτυξης για το έμβρυο. Υπάρχει και η επιλογή να διατηρηθεί η κύηση ακόμα και κατά το 1ο τρίμηνο και να καθυστερήσουμε την έναρξη χημειοθεραπείας ή να χορηγηθούν κορτικοστεοειδή ως θεραπεία γέφυρας. Η απόφαση σε κάθε περίπτωση είναι εξατομικευμένη με βάση το υποκείμενο αιματολογικό νόσημα, την επιθετικότητά του, το ιατρικό προφίλ της εγκυμονούσας και τις επιθυμίες της.Υπάρχουν κάποιες κατηγορίες φαρμάκων που αντενδείκνυνται καθώς έχουν γνωστή τερατογόνο δράση, ενώ άλλα μπορούν να χορηγηθούν με σχετική ασφάλεια κατά το 2ο και 3ο τρίμηνο της κύησης. Με βάση τη διάγνωση και τα ενδεδειγμένα θεραπευτικά σχήματα χρειάζεται συχνά να γίνουν τροποποιήσεις.

Λέμφωμα Hodgkin

Η πιο συχνή αιματολογική κακοήθεια στην εγκυμοσύνη είναι το λέμφωμα Hodgkin (HL). Η πρόγνωση των γυναικών με HL στην κύηση είναι εξαιρετική και η μακροχρόνια επιβίωση παρόμοια με αυτή των γυναικών με HL εκτός εγκυμοσύνης. Σε κάποιες περιπτώσεις η νόσος είναι πολύ περιορισμένη και μπορούμε έτσι να ξεκινήσουμε τη θεραπεία μετά τον τοκετό ιδιαίτερα αν τεθεί η διάγνωση σε προχωρημένο στάδιο της εγκυμοσύνης. Στις περισσότερες περιπτώσεις είναι απαραίτητη η άμεση έναρξη θεραπείας. Το καθιερωμένο σχήμα ABVD (Δοξορουβικίνη, Μπλεομυκίνη, Βιμπλαστίνη, Ντακαρμπαζίνη) μπορεί να χορηγηθεί με σχετική ασφάλεια από το 2ο τρίμηνο και μετά και να προσαρμοστεί εφόσον είναι απαραίτητο σε ένα πιο εντατικό χημειοθεραπευτικό σχήμα μετά την εγκυμοσύνη.  Η χορήγηση του νεότερου παράγοντας Brentuximab vedotin αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη.

NonHodgkin Λέμφωμα

Χρειάζεται να τυποποιηθεί και να σταδιοποιηθεί το νόσημα με ακρίβεια ώστε να γίνει ο σωστός προγραμματισμός όσον αφορά το είδος και το χρονικό σημείο χορήγησης της θεραπείας αλλά και το προγραμματισμό τoν τοκετό. Η πιο συχνός τύπος NHL στην εγκυμοσύνη, στο 56% των περιπτώσεων, είναι το διάχυτο λέμφωμα από μεγάλα Β-κύτταρα (DLBCL), ενώ λέμφωμα από Τ λεμφοκύτταρα διαγιγνώσκεται στο 20% περίπου. Εάν έχουμε ένα NHL χαμηλής κακοήθειας χωρίς συμπτώματα, μια επιλογή είναι να προχωρήσει κανονικά η εγκυμοσύνη και να χορηγηθεί θεραπεία μετά τον τοκετό. Στα λεμφώματα υψηλής κακοήθειας όπως το DLBCL μπορεί να χορηγηθεί συνδυαστική χημειοθεραπεία από το 2ο τρίμηνο. Το σχήμα R-CHOP (ριτουξιμάβης, κυκλοφωσφαμίδης, δοξορουβικίνης, βινκριστίνης και πρεδνιζόνης) μπορεί να χορηγηθεί μετά την 20η εβδομάδα και συνήθως προγραμματίζεται ο τοκετός 2-3 εβδομάδες μετά το τελευταίο σχήμα χημειοθεραπείας.  Η ριτουξιμάβη, ένα μονοκλωνικό αντίσωμα έναντι των Β-λεμφοκυττάρων περνάει τον πλακούντα και μπορεί να προκαλέσει λευκοπενία στο έμβρυο η οποία είναι όμως αναστρέψιμη. Στόχος είναι όλες οι γυναίκες με NHL να γεννήσουν μετά την 34η εβδομάδα.

Χρόνια μυελογενής λευχαιμία

Έχει συχνότητα 1 στις 100.000 εγκυμοσύνες. Μπορεί να τεθεί η διάγνωση σε τυχαίο αιματολογικό έλεγχο ρουτίνας ή να έχει η γυναίκα συμπτώματα όπως αδυναμία, εφιδρώσεις και απώλεια σωματικού βάρους που μπορούν να αποδοθούν και στην ίδια την εγκυμοσύνη.

Η θεραπεία εκλογής σε ασθενείς με ΧΜΛ είναι οι αναστολείς της τυροσινικής κινάσης (TKIs), αλλά η κατηγορία φαρμάκων αντενδείκνυται στην εγκυμοσύνη. Συχνά είναι εφικτό η θεραπεία να αρχίσει παρά μόνο όταν εμφανιστούν συμπτώματα ή οι τιμές των αιμοπεταλίων και των λευκών αιμοσφαιρίων ξεπεράσουν κάποια όρια. Εάν είναι απαραίτητο να δοθεί θεραπεία πριν τον τοκετό μπορούμε να επιλέξουμε λευκαφαίρεση ή ιντερφερόνη ως γέφυρα μέχρι να μπορεί να γίνει έναρξη ΤΚΙ. Σημαντικό είναι να χορηγείται και θρομβοπροφύλαξη.

Μυελοϋπερπλαστικά  νοσήματα

Σε αυτά ανήκουν η αληθής πολυκυτταραιμία (PV) και η ιδιοπαθής θρομβοκυττάρωση (ET). Η ΕΤ είναι το πιο συχνό μυελοϋπερπλαστικό νόσημα σε γυναίκες αναπαραγωγικής ηλικίας. Εδώ είναι σημαντικό να αξιολογήσουμε εάν πρόκειται για εγκυμοσύνη χαμηλού ή υψηλού κινδύνου. Σε εγκυμοσύνη χαμηλού κινδύνου χορηγείται ασπιρίνη και εάν είναι απαραίτητο θεραπευτική αφαίμαξη για να διατηρείται ο αιματοκρίτης σε ασφαλή επίπεδα. Εάν η εγκυμοσύνη είναι υψηλού κινδύνου χορηγείται θρομβοπροφύλαξη με ηπαρίνη χαμηλού μοριακού βάρους και θεραπεία που στοχεύει να μειώσει τον αιματοκρίτη, των αριθμό των λευκών και των αιμοπεταλίων. Μια ασφαλής επιλογή είναι η ιντερφερόνη.

Οξεία  λευχαιμία

Εάν έχουμε διάγνωση οξείας μυελογενούς λευχαιμίας στο 1ο τρίμηνο, συστήνεται τερματισμός της κύησης και άμεση έναρξη χημειοθεραπείας. Από το 2ο τρίμηνο μπορεί να χορηγηθεί η συνήθης εντατική εισαγωγική χημειοθεραπεία με κάποιες προσαρμογές στους παράγοντες που θα χορηγηθούν αλλά υπάρχει αυξημένος κίνδυνος καθυστερημένης ανάπτυξης του εμβρύου και ακόμα και εμβρυικού θανάτου. Στην οξεία λεμφοβλαστική λευχαιμία προκύπτουν οι ίδιες προκλήσεις αλλά υπάρχουν και επιπρόσθετα θεραπευτικά ζητήματα καθώς είναι απαραίτητη η χορήγηση χημειοθεραπευτικών που είναι τοξικά για το έμβρυο. Έτσι πριν την 20η εβδομάδα συστήνεται ο τερματισμός της κύησης ενώ μετά την 20η εβδομάδα χορηγείται κλασσική χημειοθεραπεία κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και προστίθενται οι νεότεροι αναστολείς τυροσινικής κινάσης μετά τον τοκετό.

Πηγη: https://virus.com.gr/

You Might Also Like

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *