Ένα Bασικό Eισόδημα Για Όλους: Μπορεί Να Υπάρξει; Πρέπει Να Υπάρξει;

O Mάνος Ματσαγγάνης γράφει για την ιστορική και πολιτική προέλευση της ιδέας του Καθολικού Βασικού Εισοδήματος, με αφορμή παρόμοια μέτρα που λαμβάνονται σε διάφορες χώρες του κόσμου για την αντιμετώπιση των συνεπειών της πανδημίας.

Oι ρίζες του βασικού εισοδήματος εντοπίζονται σε τρεις ιστορικές παραδόσεις. Η πρώτη ξεκινά στις αρχές του 16ου αιώνα και στοχεύει στην εγγύηση από τη δημόσια αρχή (το κράτος ή την πόλη) ενός ελάχιστου εισοδήματος. Το 1526, ο Χουάν Λουίς Βίβες, Ισπανός ανθρωπιστής, υποβάλλει προς τον δήμαρχο της Μπρουζ (οι Κάτω Χώρες ανήκαν στο ισπανικό στέμμα τότε) υπόμνημα “Περί επιδότησης των απόρων”. Την ίδια περίπου εποχή, στην Αγγλία, εγκρίνονται οι πρώτοι “Νόμοι περί Πτωχών”.

Η δεύτερη ιστορική παράδοση ξεκινά στα τέλη του 18ου αιώνα και αφορά την ιδέα της χορήγησης σε όλους τους πολίτες ενός περιουσιακού κεφαλαίου τη στιγμή της ενηλικίωσής τους. Ο Μαρκήσιος ντε Κοντορσέ, γνωστός μας Εγκυκλοπαιδιστής, στο Ανθρώπινο Πνεύμα του (1795) προτείνει “να δίνεται σε εκείνα τα παιδιά που έχουν μεγαλώσει αρκετά ώστε να μπορούν να εργαστούν και να δημιουργήσουν οικογένεια το πλεονέκτημα ενός κεφαλαίου για την ανάπτυξη των δραστηριοτήτων τους”. Μετά τη Γαλλική Επανάσταση, ο Tόμας Πέιν, Αμερικανός φιλόσοφος επαναστάτης, καταθέτει υπόμνημα προς το Διευθυντήριο (1796) το οποίο αναφέρει: “Η γη ανήκει σε όλους. Κάθε ιδιοκτήτης οφείλει στην κοινότητα μια γαιοπρόσοδο. Τα έσοδά της να κατατίθενται σε ένα ταμείο, και κάθε άτομο που φτάνει στην ηλικία των 21 ετών να λαμβάνει 15 στερλίνες (και άλλες 10 στερλίνες στην ηλικία των 50 ετών). Όλοι να ωφελούνται, πλούσιοι και φτωχοί».

Η τρίτη ιστορική παράδοση ξεκινά στα μέσα του 19ου αιώνα και αναφέρεται στη σύγχρονη πρόταση για ένα βασικό εισόδημα για όλους χωρίς προϋποθέσεις. Στο βιβλίο του για τη Βιομηχανία (1836), ο Σαρλ Φουριέ, Γάλλος ουτοπικός σοσιαλιστής, υποστηρίζει ότι “ο πολιτισμός παραβιάζει το θεμελιώδες φυσικό δικαίωμα κάθε ατόμου να ζει από τη γη”, και για αυτό οφείλει σε κάθε άτομο ένα ελάχιστο διαβίωσης ισοδύναμο με το κόστος “ενός δωματίου σε ξενοδοχείο έκτης κατηγορίας και τριών λιτών γευμάτων την ημέρα”. Όπως γράφει ο Τζον Στιούαρτ Μιλ, Βρετανός φιλόσοφος στις Αρχές πολιτικής οικονομίας (2η έκδοση 1849): “Ο πιο επιδέξιος συνδυασμός όλων των μορφών Σοσιαλισμού είναι ο Φουριερισμός. Κατά τη διανομή, ένα ορισμένο ελάχιστο χορηγείται σε όλα τα μέλη της κοινότητας, είτε είναι ικανά για εργασία είτε όχι. Το υπόλοιπο προϊόν διανέμεται σε προκαθορισμένες αναλογίες μεταξύ των τριών στοιχείων, της Εργασίας, του Κεφαλαίου και του Ταλέντου”.

Tο ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα απευθύνεται στους φτωχούς, με στόχο να συμπληρώσει τους πενιχρούς πόρους τους μέχρι κάποιο χαμηλό εγγυημένο όριο. Αντίθετα, το βασικό εισόδημα για το οποίο μιλούσε ο Βαν Παρές καταβάλλεται από μια πολιτική κοινότητα σε όλα τα μέλη της, σε ατομική βάση, χωρίς εισοδηματικά κριτήρια ή υποχρέωση εργασίας. Με άλλα λόγια, το βασικό εισόδημα πηγαίνει ένα (μεγάλο) βήμα πέρα από το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα, το απορροφά και το υπερβαίνει.

Επειδή είναι και αυτό εγγυημένο, το βασικό εισόδημα συμβάλλει στην καταπολέμηση της φτώχειας  –και μάλιστα ακόμη πιο αποτελεσματικά, αφού ως “σήμα της ιδιότητας του πολίτη” είναι απαλλαγμένο από οποιοδήποτε στίγμα, και για αυτό εισπράττεται από όλους. Είναι γνωστό ότι σήμερα πολλοί δικαιούχοι των προνοιακών επιδομάτων δεν τα λαμβάνουν παρότι πληρούν τις προϋποθέσεις, συνήθως επειδή βιώνουν ως εξουθενωτική και εξευτελιστική τη διαδικασία συγκέντρωσης και υποβολής δικαιολογητικών.

Στη Γερμανία,δύο διαφορετικές μελέτες, του Γιόακιμ Φρικ και της Ρεγκίνα Ρίπχαν, υπολόγισαν ότι μόνο το 33% των δικαιούχων όντως ελάμβαναν Sozialhilfe, όπως λεγόταν στο παρελθόν το ελάχιστο εγγυημένο εισόδημα. Αντίθετα, το ποσοστό ανάληψης καθολικών επιδομάτων, όπως το Child Benefit στη Βρετανία, είναι 100%.

Επιπλέον, επειδή καταβάλλεται σε όλους, χωρίς προϋποθέσεις, το βασικό εισόδημα αποφεύγει τις συνήθεις “παγίδες της φτώχειας” και έτσι αφήνει άθικτα τα κίνητρα για απασχόληση. Κάθε πρόγραμμα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος ορίζει ότι η επιδότηση που προσφέρει μειώνεται καθώς αυξάνεται το εισόδημα των δικαιούχων (π.χ. επειδή βρήκαν δουλειά). Στο παρελθόν, στη Βρετανία, οι κανόνες του προγράμματος Supplementary Benefit συνεπάγονταν ότι για κάθε 100 στερλίνες που κέρδιζε από τη δουλειά του ένας δικαιούχος έχανε από επιδόματα έως 140 στερλίνες! Αυτό αργότερα διορθώθηκε. Σήμερα τα περισσότερα προγράμματα ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος στην Ευρώπη επιτρέπουν στους δικαιούχους να κρατούν το 20% του εισοδήματος που αποκτούν από εργασία. Πάλι καλά.

Όμως, τις τελευταίες δεκαετίες οι απανταχού νεοφιλελεύθεροι έχουν προτείνει – και πετύχει – τη μείωση των ανώτατων φορολογικών συντελεστών: στις ΗΠΑ από 70% (που ήταν επί Ρόναλντ Ρέιγκαν) σε 37%, στη Βρετανία από 90% (έως το 1971) σε 45%. Το επιχείρημα ήταν ότι έτσι προστατεύεται το κίνητρο για απασχόληση (των πλουσίων). Εν τω μεταξύ, ο υποδηλούμενος φορολογικός συντελεστής που αντιμετωπίζουν οι δικαιούχοι των προγραμμάτων ελάχιστου εγγυημένου εισοδήματος παραμένει 80% ή και παραπάνω. Σε αυτές τις συνθήκες, και με δεδομένο ότι για να εργαστεί κάποιος πρέπει να υποστεί κάποια έξοδα (π.χ. για ρούχα, εισιτήρια λεωφορείου, baby sitter), είναι παράξενο που πολλοί φτωχοί καταλήγουν ότι τους συμφέρει να μην εργάζονται καθόλου και να εισπράττουν το επίδομα;

Αυτή είναι η παγίδα της φτώχειας: τα προνοιακά επιδόματα προστατεύουν μεν τους δικαιούχους από την απόλυτη ανέχεια, τους παγιδεύουν δε σε ένα λίγο υψηλότερο επίπεδο χαμηλού εισοδήματος, από το οποίο δυσκολεύονται να ξεφύγουν.

Δεν θα έπρεπε με την ίδια λογική να προστατεύεται το κίνητρο για απασχόληση των φτωχών;

 

Ένα Bασικό Eισόδημα Για Όλους: Μπορεί Να Υπάρξει; Πρέπει Να Υπάρξει;

You Might Also Like

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *