Tα ιατρικά δεδομένα ομιλούν από μόνα τους:[6]
α) εννιά στους δέκα θανάτους από κορωνοϊό αφορούν πολίτες άνω των εξήντα ετών.
β) επτά στους δέκα διασωληνωμένους ασθενείς είναι ηλικίας άνω των εξήντα ετών.
γ) οκτώ στους δέκα διασωληνωμένους είναι ανεμβολίαστοι.
δ) Σε χώρες όπως η Πορτογαλία και η Δανία, που έχουν πετύχει 99% εμβολιασμό σε αυτή την ομάδα, η πίεση στο σύστημα υγείας και η απώλεια ζωών είναι έως δέκα φορές μικρότερη από ό,τι στην Ελλάδα.
Επομένως, η υποχρεωτικότητα του εμβολιασμού σε αυτή την ηλικιακή ομάδα προσδοκάται να οδηγήσει σε ομαλότητα το πολύπαθο σύστημα υγείας.
Σε ένα δεύτερο στάδιο εξετάζεται η αναγκαιότητα του μέτρου. Εδώ εξετάζεται αν υπάρχουν άλλα ηπιότερα αλλά εξίσου αποτελεσματικά μέτρα. Ένα μέτρο θα μπορούσε να είναι η ενημερωτική εκστρατεία για τον εμβολιασμό. Η θέσπιση της υποχρεωτικότητας απαιτεί την εξάντληση της πειθούς περί εμβολιασμού. Η εξάντληση αυτή συνδέεται με κάποιες καθυστερήσεις στη θέσπιση της υποχρεωτικότητας, οι οποίες είναι απότοκες της αρχής της αναλογικότητας.
Από την πλευρά της κρατικής εξουσίας, το κέντρο βάρους θα πρέπει να είναι η εκστρατεία ενημερώσεως υπέρ του εμβολιασμού, καθώς ο ανθρώπινος φόβος καταπολεμάται με την ενημέρωση και όχι με τον εξαναγκασμό.[7] H πολιτεία έχει εξαντλήσει όλα τα μέτρα, απέφυγε αρχικά το σύνολο του υποχρεωτικού εμβολιασμού, προκρίνοντας τη στρατηγική της πειθούς και την προαιρετικότητα εμβολιασμού, όταν η αντιπολίτευση ζητούσε εμβολιασμό για το σύνολο του πληθυσμού.[8]
Ο κανόνας είναι ότι ο εμβολιασμός συνιστάται, σε μερικές περιπτώσεις μάλιστα μετ’ επιτάσεως, αλλά δεν επιβάλλεται και, ως εκ τούτου, ο μη εμβολιασμός δεν μπορεί να συνδέεται με δυσμενείς συνέπειες.[13] Εάν, όμως, ο εμβολιασμός κριθεί με τεκμηριωμένες μελέτες από την ιατρική κοινότητα ιατρικώς επιβεβλημένος για την άμεση προστασία της δημόσιας υγείας, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μπορεί να κριθεί υποχρεωτικός, ιδίως σε στοχευμένες πληθυσμιακές ομάδες και όχι σε όλον ανεξαιρέτως τον πληθυσμό.
Στοχευμένη πληθυσμιακή ομάδα είναι οι συμπολίτες μας άνω των εξήντα ετών. Και αυτό, καθώς επί τη βάσει επιστημονικών δεδομένων, η ομάδα αυτή είναι ευάλωτη και απασχολεί σε μεγάλο βαθμό το σύστημα υγείας. Ωστόσο, η επιβολή αυτή δεν μπορεί να είναι απόλυτη. Απαιτείται η πρόβλεψη απαλλαγής από την υποχρεωτικότητα όλων όσοι για αμιγώς ιατρικούς λόγους συνιστάται να μην εμβολιαστούν. Περαιτέρω, προβληματισμό εγείρει η οριζοντίωση του προστίμου.
Τα εκατό ευρώ μηνιαίως έχουν διαφορετική αξία βάσει της οικονομικής καταστάσεως του καθενός. Για έναν άνεργο το πρόστιμο είναι δυσβάσταχτο, ενώ για έναν ευκατάστατο, άμοιρο προβληματισμού. Ωστόσο, τα διοικητικά πρόστιμα δεν δύνανται να είναι αναλογικά. Η παραβίαση του φωτεινού σηματοδότη επισείει το ίδιο πρόστιμο και για τον πλούσιο και για τον πτωχό. Βεβαίως, δεν θα πρέπει να διαλάθει της προσοχής μας η επαναληπτικότητα του προστίμου. Τα εκατό ευρώ επί πολλούς μήνες τείνουν να καταστούν δυσβάσταχτα.
Tο σύστημα υγείας είχε αγγίξει τα όριά του. Ίσως και να καθυστέρησε η λήψη του μέτρου μέχρι την εξάντληση της πειθούς. Τα μέτρο φαίνεται όμως να αποδίδει ήδη από την πρώτη ημέρα της ανακοινώσεώς του, καθώς τριπλασιάστηκαν σχεδόν τα ραντεβού για εμβολιασμό σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.[18] Άλλη αναμονή και υπομονή ίσως να ήταν καταστροφική για το συνταγματικά αγαθά της προστασίας της ζωής και της υγείας.
Φερενίκη Παναγοπούλου
Επίκ. Καθηγήτρια Παντείου Πανεπιστημίου
Δ.Ν. (Humboldt), Μ.Δ.Ε. (Ε.Κ.Π.Α.), Μ.P.H. (Harvard)