Η επίπτωση, τα κλινικά χαρακτηριστικά και η έκβαση ασθενών με εγκεφαλίτιδα σχετιζόμενη με τη νόσο COVID-19

Στο περιοδικό European Journal of Neurology έγινε πρόσφατα αποδεκτή η εργασία των Siow και συνεργατών από τη Σιγκαπούρη και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και ακολούθως μετά-ανάλυση των μελετών σχετικών με την εμφάνιση εγκεφαλίτιδας έπειτα από νόσο COVID-19. Πιο συγκεκριμένα, στόχος των ερευνητών ήταν η αξιολόγηση της επίπτωσης αυτής της επιπλοκής στους ασθενείς με COVID-19, η διερεύνηση πιθανών παραγόντων κινδύνου και η περιγραφή της κλινικής πορείας και της έκβασης των ασθενών. Την εργασία αυτή σχολιάζουν ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Γεώργιος Τσιβγούλης, ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Κωνσταντίνος Βουμβουράκης και η Νευρολόγος Λίνα Παλαιοδήμου.

Συνολικά συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 129.008 ασθενείς με COVID-19 παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων 138 εμφάνισαν επιπλοκή με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη, λοιμώδη ή αυτοάνοση εγκεφαλίτιδα. Μέσω της μετά-ανάλυσης των δεδομένων, προέκυψε ότι η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας σε ασθενείς με COVID-19 ήταν σχετικά χαμηλή (0.215%). Ωστόσο, φάνηκε ότι η σοβαρή νόσος COVID-19 ήταν παράγοντας κινδύνου για εγκεφαλίτιδα, καθώς το 84% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα νοσηλεύονταν είτε σε μονάδες εντατικής θεραπείας είτε σε μονάδες αυξημένης φροντίδας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19, η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας ήταν σαφώς υψηλότερη (6.7%). Ως ένας άλλος παράγοντας κινδύνου αναδείχθηκε το θετικό προηγούμενο ιστορικό, καθώς αναφέρεται ότι σχεδόν το 72% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα είχαν κάποια συννοσηρότητα, όπως αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδιαμία ή σακχαρώδη διαβήτη. Δεν υπήρχε διαφορά στα δύο φύλα, ενώ η μέση ηλικία των ασθενών με εγκεφαλίτιδα ήταν τα 59.4 έτη.

Οι περισσότεροι ασθενείς ανέπτυξαν εγκεφαλίτιδα εντός των 2 πρώτων εβδομάδων από τη διάγνωση τους με COVID-19. Ωστόσο, σχεδόν το 24% των ασθενών δεν εμφάνισε συμπτώματα τυπικά για COVID-19 (βήχας, δύσπνοια, πυρετό) μέχρι την εμφάνιση της εγκεφαλίτιδας. Από την ανάλυση των περιστατικών, αναφέρονται ως πιο συχνά συμπτώματα σχετιζόμενα με την ανάπτυξη της εγκεφαλίτιδας η διαταραχή του επιπέδου συνείδησης, οι επιληπτικές κρίσεις, η κεφαλαλγία και η μυϊκή αδυναμία. Η θνητότητα των ασθενών με εγκεφαλίτιδα υπολογίστηκε στο 13.4%.

Συμπερασματικά, παρόλο που η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας είναι σχετικά μικρή μεταξύ των ασθενών με νόσο COVID-19, η θνητότητα από αυτήν την επιπλοκή είναι αρκετά υψηλή. Για το λόγο αυτό, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν αυτή την επιπλοκή, με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της.

Πηγή: ΕΚΠΑ

Ανοσοθεραπεία για τον μεταστατικό καρκίνο εγκεφάλου

Θεραπείες ικανές να διαπεράσουν το φράγμα αίματος του εγκεφάλου δίνονται πλέον σε ασθενείς που ο καρκίνος κάνει μετάσταση στον εγκέφαλο. Σήμερα, οι μεταστάσεις στον εγκέφαλο εντοπίζονται ευκολότερα, χάρη σε πιο αποτελεσματικές μεθόδους εξετάσεων. Μα πολλές φορές, ακόμα και όταν η διάγνωση γίνεται έγκαιρα, οι θεραπείες που μπορούν να χορηγηθούν είναι περιορισμένες. Σε κάποιες περιπτώσεις, το χειρουργείο δεν υπάρχει ως επιλογή. Από την άλλη, οι στοχευμένες θεραπείες πολλές φορές δεν είναι αρκετά αποτελεσματικές.

Το φράγμα του αίματος στον εγκέφαλο είναι ένα ημιδιαπερατό περίγραμμα κυττάρων, το οποίο εμποδίζει τις τοξίνες ή άλλους παθογόνους οργανισμούς να προκαλέσουν λοιμώξεις στον εγκέφαλο. Τα φάρμακα ανοσοθεραπείας θεωρούνταν ακατάλληλα διότι δεν είναι ικανά να διασχύσουν αυτό το φράγμα μα δεν είχαν και την κατάλληλη ανταπόκριση. Σε γενικές γραμμές, οι γιατροί πλέον φαίνεται να στρέφονται σε τέτοιου είδους θεραπείες, στοχεύοντας σε όλο το σώμα και αποφεύγοντας τις τοπικές. Αυτό συμβαίνει διότι βρέθηκαν κάποιοι ανοσολογικοί παράγοντες που φαίνεται εντέλει να έχουν ανταπόκριση στη θεραπεία.

Σε έρευνα που έγινε σχετικά με την ανταπόκριση της ανοσοθεραπείας ανάμεσα σε ασθενείς που είχαν υποβληθεί σε αφαίρεση όγκου και σε αυτούς που δεν είχαν κάνει χειρουργείο τα αποτελέσματα έδειξαν πως υπήρχε μεγάλη διαφορά της πορείας της ασθένειας, ανάλογα την αντιμετώπιση. Οι πρώτοι, έζησαν περισσότερο μετά την λήψη ακτινοθεραπείας και όχι ανοσοθεραπείας ή χημειοθεραπείας. Οι δεύτεροι φαίνεται πως ζούσαν περισσότερο όταν λάμβαναν συνδυασμό θεραπειών (πχ χημειοθεραπεία και ακτινοβολία) από εκείνους που έλαβαν μια μεμονωμένη θεραπεία.

Είναι βέβαιο ότι η ανοσοθεραπεία είναι ένα είδος θεραπείας που χρειάζεται μεγαλύτερη διερεύνηση. Όπως σε κάθε θεραπεία, ο κάθε άνθρωπος μπορεί να ανταποκριθεί με διαφορετικό τρόπο. Σίγουρα πάντως έχει προοπτικές ειδικότερα όταν συνδυάζεται και με άλλες θεραπείες.

Πηγή: https://www.cancertodaymag.org/Pages/Spring2021/ImmunotherapyShowsPromiseforTreatingBrainMetastases.aspx?utm_source=email&utm_medium=salesforce&utm_campaign=ctenewsmay21