Το μέλλον των εμβολίων του Covid

Σύμφωνα με ιατρικές έρευνες, όλα τα εμβόλια κατά του Covid19, που κυκλοφορούν παγκοσμίως έχουν αποδειχθεί κατάλληλα ώστε να αποτρέπουν τις λοιμώξεις και τις μεταλλάξεις. Τον Μάιο του 2021, κρίθηκε αναγκαία η χορήγηση εμβολίου PFIZER σε παιδιά μεταξύ ηλικίας 12 και 15 ετών, ενώ προηγουμένως είχε αποφασιστεί από την επιτροπή ειδικών να εμβολιάζονται μόνο τα άτομα ηλικίας 16 ετών και άνω.

Σύμφωνα με τους ειδικούς του κέντρου ελέγχου και πρόληψης νοσημάτων (CDC), το κλειδί για την αντιμετώπιση του κορονοϊού και την επιστροφή των ατόμων στην καθημερινότητά τους, είναι ο εμβολιασμός. Όμως δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου οι ειδικοί προβλέπουν ότι το όλο ζήτημα του κορωναϊού θα παραμείνει για πολύ περισσότερο από όσο νομίζουμε, καθώς το συγκρίνουν με ισπανική γρίπη, η οποία παραμένει σήμερα με τη μορφή εποχιακής γρίπης.

Με βάση τα υπάρχοντα δεδομένα η Πανδημία 2019 ήταν το κλειδί αφύπνισης για την επιστημονική κοινότητα. Εκτός από τα υπάρχοντα εμβόλια γίνεται λόγος και για άλλα εκατοντάδες, τα οποία βρίσκονται σε εξέλιξη και είναι στη διαδικασία δοκιμής. Το γεγονός αυτό, συνδέεται και με την ανάπτυξη θεραπειών που θα καλύψουν τα ιογενή στελέχη καθώς και για την αντιμετώπιση των ασθενών και τη θεραπεία τους που ήδη πάσχουν από τα συμπτώματα Covid19.

Επιπλέον, όσον αφορά τα εμβόλια που κυκλοφορούν, η επίδρασή τους δεν είναι δια βίου. Η Pfizer και η Moderna δήλωσε ότι τα εμβόλια είναι αποτελεσματικά για τουλάχιστον έξι μήνες, με αποτέλεσμα να χρειαστούν ενισχύσεις αμέσως μετά τη λήξη αυτής της προθεσμίας. Επιπρόσθετα, η φαρμακευτική εταιρεία Novavax επεξεργάζεται ένα νέο εμβόλιο το οποίο θα είναι αποτελεσματικό τόσο για τη γρίπη όσο και για τον Covid19, και θα είναι διαθέσιμο μέχρι το τέλος του τρέχοντος έτους. Ένα άλλο υποψήφιο εμβόλιο που θα αναπτυχθεί (“Duke”) προστατεύει από τις μεταλλάξεις. Τα εμβόλια Pfizer και Moderna αντέχουν σε χαμηλές θερμοκρασίες για αποθήκευση, γεγονός που μπορεί να αποδειχθεί πρόκληση για τη μεταφορά και αποθήκευση από εγκαταστάσεις Υγειονομικής περίθαλψης.

Λέγεται πως το εμβόλιο της επόμενης γενιάς, θα μπορεί να παραλείψει εντελώς τέτοια εμπόδια και θα λαμβάνονται απευθείας από το σπίτι. Κάποια, θα λαμβάνονται ως ρινικό σπρέι με άμεση δράση της αναπνευστικής οδού, θα μειώσει τον κίνδυνο μετάδοσης ιών που εμβολιάστηκαν. Μία άλλη φαρμακευτική εταιρεία εργάζεται για ένα εμβόλιο που είναι σε μορφή χαπιού. Τέλος, πέρα από την πρόληψη υπάρχει και η θεραπεία. Ο εμβολιασμός είναι πράγματι σημαντικός για την πρόληψη της ιογενούς λοίμωξης και της εξάπλωσης, αλλά δεν είναι λίγα τα άτομα τα οποία μολύνθηκαν και πάσχουν από εξουθενωτικά συμπτώματα.

Όπως δήλωσε ο Dr Fauci, ακόμη και αν έχουμε τώρα τα εμβόλια κατά του Covid19, οι θεραπευτικές αγωγές λείπουν. Στηριζόμαστε σε εμβόλια τα οποία είναι κάτι σαν υποστηρικτικά μέτρα, αλλά αυτό θα μπορούσε να αλλάξει με την πάροδο του χρόνου. Επίσης η pfizer στοχεύει σε μια θεραπεία ως στοματική σύνθεση όπου οι ασθενείς θα λαμβάνουν ένα χάπι το οποίο θα σταματάει την αναπαραγωγή του ιού στην αναπνευστική μας οδό. Αυτό έχει δοκιμαστεί μόνο σε ζώα αλλά σύντομα θα εισέλθει στις πρώτες δοκιμές σε ανθρώπους. Με βάση τον καθηγητή Mc Milan μια τέτοια θεραπεία θα είναι διαθέσιμη ως το 2023. Αυτές οι διαδικασίες χρειάζονται χρόνο και πρέπει να προσέξουμε τα υγειονομικά μέτρα για να περιορίσουμε την εξάπλωση του ιού όσο μπορούμε.

Πηγή: https://efpia.eu/news-events/the-efpia-view/statements-press-releases/keep-the-progress-on-cancer-care-new-report-draws-lessons-from-covid-19

Η επίπτωση, τα κλινικά χαρακτηριστικά και η έκβαση ασθενών με εγκεφαλίτιδα σχετιζόμενη με τη νόσο COVID-19

Στο περιοδικό European Journal of Neurology έγινε πρόσφατα αποδεκτή η εργασία των Siow και συνεργατών από τη Σιγκαπούρη και τη Μεγάλη Βρετανία, οι οποίοι πραγματοποίησαν συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας και ακολούθως μετά-ανάλυση των μελετών σχετικών με την εμφάνιση εγκεφαλίτιδας έπειτα από νόσο COVID-19. Πιο συγκεκριμένα, στόχος των ερευνητών ήταν η αξιολόγηση της επίπτωσης αυτής της επιπλοκής στους ασθενείς με COVID-19, η διερεύνηση πιθανών παραγόντων κινδύνου και η περιγραφή της κλινικής πορείας και της έκβασης των ασθενών. Την εργασία αυτή σχολιάζουν ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Γεώργιος Τσιβγούλης, ο Καθηγητής Νευρολογίας του ΕΚΠΑ Κωνσταντίνος Βουμβουράκης και η Νευρολόγος Λίνα Παλαιοδήμου.

Συνολικά συγκεντρώθηκαν δεδομένα από 129.008 ασθενείς με COVID-19 παγκοσμίως, μεταξύ των οποίων 138 εμφάνισαν επιπλοκή με εργαστηριακά επιβεβαιωμένη, λοιμώδη ή αυτοάνοση εγκεφαλίτιδα. Μέσω της μετά-ανάλυσης των δεδομένων, προέκυψε ότι η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας σε ασθενείς με COVID-19 ήταν σχετικά χαμηλή (0.215%). Ωστόσο, φάνηκε ότι η σοβαρή νόσος COVID-19 ήταν παράγοντας κινδύνου για εγκεφαλίτιδα, καθώς το 84% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα νοσηλεύονταν είτε σε μονάδες εντατικής θεραπείας είτε σε μονάδες αυξημένης φροντίδας. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι μεταξύ των ασθενών με σοβαρή νόσο COVID-19, η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας ήταν σαφώς υψηλότερη (6.7%). Ως ένας άλλος παράγοντας κινδύνου αναδείχθηκε το θετικό προηγούμενο ιστορικό, καθώς αναφέρεται ότι σχεδόν το 72% των ασθενών με εγκεφαλίτιδα είχαν κάποια συννοσηρότητα, όπως αρτηριακή υπέρταση, δυσλιπιδιαμία ή σακχαρώδη διαβήτη. Δεν υπήρχε διαφορά στα δύο φύλα, ενώ η μέση ηλικία των ασθενών με εγκεφαλίτιδα ήταν τα 59.4 έτη.

Οι περισσότεροι ασθενείς ανέπτυξαν εγκεφαλίτιδα εντός των 2 πρώτων εβδομάδων από τη διάγνωση τους με COVID-19. Ωστόσο, σχεδόν το 24% των ασθενών δεν εμφάνισε συμπτώματα τυπικά για COVID-19 (βήχας, δύσπνοια, πυρετό) μέχρι την εμφάνιση της εγκεφαλίτιδας. Από την ανάλυση των περιστατικών, αναφέρονται ως πιο συχνά συμπτώματα σχετιζόμενα με την ανάπτυξη της εγκεφαλίτιδας η διαταραχή του επιπέδου συνείδησης, οι επιληπτικές κρίσεις, η κεφαλαλγία και η μυϊκή αδυναμία. Η θνητότητα των ασθενών με εγκεφαλίτιδα υπολογίστηκε στο 13.4%.

Συμπερασματικά, παρόλο που η επίπτωση της εγκεφαλίτιδας είναι σχετικά μικρή μεταξύ των ασθενών με νόσο COVID-19, η θνητότητα από αυτήν την επιπλοκή είναι αρκετά υψηλή. Για το λόγο αυτό, οι θεράποντες ιατροί θα πρέπει να γνωρίζουν αυτή την επιπλοκή, με στόχο την έγκαιρη διάγνωση και θεραπεία της.

Πηγή: ΕΚΠΑ