Σύμφωνα με τον Αντώνη Χαρλαύτη, Διευθυντή Τμήματος Χειρουργικής Μαστού Β’ στο Ογκολογικό Νοσοκομείο «Άγιος Σάββας» σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Hellenic Medical Review, παρατηρείται αύξηση των περιστατικών καρκίνου του μαστού ανά έτος με μικρή μείωση του μέσου χρόνου ηλικίας εμφάνισης, Ωστόσο, προσθέτει ότι επίσης καταγράφεται στη χώρα μας μια σαφής παράταση της επιβίωσης των γυναικών, είτε λόγω πρώιμης-έγκαιρης διάγνωσης και συνεπώς αντιμετώπισης, είτε λόγω αποτελεσματικότερων θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Τα τελευταία χρόνια έχουμε μικρή αύξηση των ποσοστών εμφάνισης καρκίνου μαστού, περίπου 0.4% ανά έτος. Από την άλλη πλευρά, η θνητότητα από καρκίνο μαστού έχει μειωθεί κατά 40% από το 1989 μέχρι το 2020
“Υπολογίζονται 7.000-8.000 νέα περιστατικά ανά έτος. Δυστυχώς στην Ελλάδα δεν υπάρχει Εθνικό Αρχείο Νεοπλασιών για να έχουμε ακριβή στοιχεία των νέων περιστατικών γυναικών με καρκίνο του μαστού. Μια εκτίμηση μπορεί να γίνει για αύξηση των περιστατικών ανά έτος με μικρή μείωση του μέσου χρόνου ηλικίας εμφάνισης, καθώς και μια σαφής παράταση της επιβίωσης των γυναικών, είτε λόγω πρώιμης-έγκαιρης διάγνωσης και συνεπώς αντιμετώπισης, είτε λόγω αποτελεσματικότερων θεραπευτικών προσεγγίσεων.
Γίνεται μια προσπάθεια καταγραφής των περιστατικών και της έκβασης αυτών μετά τη θεραπευτική αντιμετώπιση σε εθνικό επίπεδο, καθώς και μια προσπάθεια συντονισμένης και συγκεκριμένης (κοινής) αντιμετώπισης, ανάλογα με τα ατομικά δεδομένα των πασχουσών. Η συνεργασία επιστημονικών συλλόγων και κρατικού φορέα μπορεί να συντελέσει σε αυτό”.
Οι σημαντικότερες επιστημονικές ανακοινώσεις στη θεραπεία του καρκίνου του μαστού τον τελευταίο χρόνο
“Μικρά βήματα μπροστά επιτυγχάνονται κάθε χρόνο στη θεραπευτική αντιμετώπιση του καρκίνου του μαστού. Αρχίζοντας από την τοπική αντιμετώπιση της νόσου, διαπιστώνεται ότι με την πάροδο των ετών η χειρουργική αντιμετώπιση μειώνεται σε έκταση, είτε στον μαστό είτε στη μασχάλη. Γνωρίζοντας ότι η νόσος θεωρείται συστηματική τα εκτεταμένα ριζικά χειρουργεία δεν προσφέρουν κάποιο όφελος στη γυναίκα σε επιβίωση ή σε υποτροπή της νόσου. Με την εφαρμογή δε προ-εγχειρητικών θεραπειών, η μετατροπή ενός χειρουργείου από πιθανά ολικό σε μερικό είναι συχνότατη”.
“Επίσης, γνωρίζοντας ότι ο λεμφαδενικός καθαρισμός της μασχάλης δεν αλλάζει την επιβίωση, η εφαρμογή της διερεύνησης της μασχάλης με τη μέθοδο του φρουρού λεμφαδένα ακολουθείται στην πλειονότητα των περιστατικών. Η προεγχειρητική χημειοθεραπεία σε επιλεγμένα περιστατικά εφαρμόζεται όλο και περισσότερο, προσφέροντας όφελος στη γυναίκα από τη διατήρηση του μαστού της έως και αποφυγή εκτεταμένου χειρουργείου στη μασχάλη. Η σήμανση της πρωτοπαθούς εστίας ή και του διηθημένου μασχαλιαίου λεμφαδένα έχει οδηγήσει σε ελαχιστοποίηση της επεμβατικής πράξης, δηλαδή σε βελτίωση της ποιότητας ζωής της γυναίκας. Η εφαρμογή ακτινοθεραπείας θεωρείται εφάμιλλο θεραπευτικό βήμα με λιγότερες παρενέργειες”.
“Η διαπίστωση της γενετικής υπογραφής του όγκου με μεθόδους όπως Oncotype, Mammaprint κ.ά., έχει οδηγήσει σε μείωση των θεραπειών, ακόμα και σε γυναίκες με θετικό λεμφαδένα στη μασχάλη. Εξετάζοντας το γενετικό προφίλ του όγκου σε οποιοδήποτε στάδιο παίρνονται θεραπευτικές αποφάσεις προς όφελος των πασχουσών γυναικών. Η ιατρική ακριβείας που οδηγεί σε εξατομικευμένη θεραπεία καταλαμβάνει όλο και περισσότερο χώρο. Η υγρή βιοψία, μέσω ανίχνευσης στο αίμα κυκλοφορούντος DNA του όγκου (circulating tumor DNA, ctDNA), μπορεί να αναδείξει τη «μοριακή υποτροπή» της νόσου νωρίτερα από το απεικονιστικό εύρημα και να χορηγηθεί εγκαίρως θεραπεία”.
“Το γενετικό προφίλ του όγκου (γενετικό αποτύπωμα, γενετική υπογραφή), έχει σημασία τόσο στην πρόγνωση όσο και στην επιλογή της θεραπείας. Η ύπαρξη γενετικών μεταλλάξεων υπολογίζεται πλέον στη θεραπευτική αντιμετώπιση, όχι μόνο σε προφυλακτικά χειρουργεία, αλλά και στην επιλογή ορισμένων φαρμάκων. Ο συνδυασμός των ακαδημαϊκών μελετών με τις εμπορικές μελέτες συμβάλλει στην πρόοδο της ιατρικής στην αντιμετώπιση της νόσου”.
Ο ρόλος της πανδημίας στην επιδημιολογική εικόνα στη χώρα μας
“Σίγουρα κατά την περίοδο της πανδημίας και κυρίως κατά την αρχική φάση και προ της έναρξης των εμβολίων, οι γυναίκες καθυστέρησαν χρονικά τον προληπτικό τακτικό τους έλεγχο, φοβούμενες πιθανή νόσηση λόγω της προσέλευσής τους σε διαγνωστικά κέντρα ή σε εξωτερικά ιατρεία νοσοκομείων. Ως αποτέλεσμα έχουμε την καθυστέρηση της διάγνωσης σε πιο πρώιμο στάδιο, με ό,τι και αν σημαίνει αυτό στην εξέλιξη της νόσου”.
“Παρουσιάστηκαν γυναίκες οι οποίες ενώ είχαν κλινικό εύρημα δεν προσήλθαν για διερεύνηση εγκαίρως, με τον ίδιο φόβο επαφών-νόσησης. Ακόμη νοσήσασες γυναίκες καθυστέρησαν τον τακτικό έλεγχό τους, με συνέπεια τη μη έγκαιρη αποκάλυψη της υποτροπής της νόσου των. Υπάρχουν διεθνείς μελέτες σε εξέλιξη, τα πρώιμα αποτελέσματα των οποίων δείχνουν μια επιβάρυνση της πρόγνωσης της νόσου, με μια τάση αύξησης των θεραπειών, καθώς και επιπτώσεις στην τελική έκβαση”.
Οι αλλαγές στην κατηγοριοποίηση της ασθένειας
“Το παλαιό σύστημα Τ-Ν-Μ (Όγκος-Λεμφαδένες-Μεταστάσεις) σταδιακά τα τελευταία χρόνια παύει να αξιολογείται. Είναι σύστημα κατηγοριοποίησης της ασθένειας για τη γενική κατάταξη σταδίου της νόσου που χρησιμοποιήθηκε τα τελευταία πολλά χρόνια, όχι μόνο για τον καρκίνο του μαστού, αλλά και για τους υπόλοιπους συμπαγείς όγκους του σώματος. Με τη λεπτομερέστερη μελέτη των βιολογικών δεδομένων του καρκίνου του μαστού, παίρνονται οι καταλληλότερες αποφάσεις για την αλληλουχία των θεραπευτικών παρεμβάσεων”.
‘Με μια λήψη προεγχειρητικά ιστού μέσω διαδερμικής βιοψίας, αξιολογούνται λεπτομέρειες, όπως η ορμονοεξάρτηση του όγκου (ER,PR), η έκφραση μιας πρωτεΐνης (HER), ο ρυθμός πολλαπλασιασμού των καρκινοκυττάρων (Ki67), που σε συνάρτηση με τα κλινικά απεικονιστικά δεδομένα θα καθορίσουν τη θεραπεία (αν θα προηγηθεί το χειρουργείο, χημειοθεραπεία, ανοσοθεραπεία, στοχευμένη θεραπεία και ακτινοθεραπεία), καθώς και γενετικά δεδομένα της γυναίκας (μεταλλάξεις BRCA1 και BRCA2), αλλά και το γενετικό αποτύπωμα του όγκου”.
Η σημασία της γενετικής προδιάθεσης στον καρκίνο του μαστού και η αξία του γονιδιακού τεστ
“Η πλειονότητα των νοσημάτων έχει γενετικό υπόστρωμα. Ιδιαίτερα στον καρκίνο του μαστού εδώ και δεκαετίες έχουν ενοχοποιηθεί δύο ογκοκατασταλτικά γονίδια, το BRCA1 και το BRCA2. Συνήθως συναντώνται αυτά σε οικογένειες με πάσχουσες περισσότερες των δύο, καθώς και σε συνδυασμό με κακοήθειες άλλων οργάνων, όπως των ωοθηκών και του παγκρέατος. Έχουν ταυτοποιηθεί συγκεκριμένες μεταλλάξεις των γονιδίων αυτών που εκφράζουν κλινικά την αυξημένη πιθανότητα νόσησης της γυναίκας, οπότε με τη διαπίστωσή τους προτείνονται προληπτικά διαγνωστικά ή επεμβατικά μέτρα για την αύξηση της επιβίωσής της”.
“Παράλληλα, στα γενετικά τεστ ελέγχονται και άλλα γονίδια (CDH1, CHECK2, PALB2, RAD51C, BRIP1, ATM), συγκεντρώνοντας δεδομένα για μελέτες και αξιοποίησή τους στο μέλλον. Υπάρχει μια δυσκολία συσχέτισης συγκεκριμένων μεταλλάξεων και της κλινικής τους σημασίας. Κατευθυντήριες οδηγίες για γενετικό έλεγχο δόθηκαν για όλες τις πάσχουσες γυναίκες μικρής ηλικίας, ανεξαρτήτως ιστορικού, για γυναίκες με έντονο οικογενειακό ιστορικό, είτε καρκίνου μαστού είτε άλλων, όπως προαναφέρθηκε”.
“Η σημασία του γενετικού ελέγχου σε συγγενείς πασχουσών γυναικών γίνεται όλο και πιο αξιολογήσιμη. Κόρες με μητέρες που νόσησαν σε μικρή ηλικία, προεμμηνοπαυσικές γυναίκες, στενές συγγενείς αυτών, γυναίκες με έντονο οικογενειακό ιστορικό, δύνανται να υποβληθούν σε γονιδιακό έλεγχο και ανάλογα με το αποτέλεσμα να αποφασίσουν”.
“Η αξιολόγηση των γενετικών αποτελεσμάτων πρέπει να γίνεται από εξειδικευμένες ομάδες γενετικής συμβουλής, ίσως και πριν την εξέταση, για την πληρέστερη ενημέρωση. Το να προτείνεις σε μια νέα γυναίκα αμφοτερόπλευρο προφυλακτική μαστεκτομή (δηλαδή ακρωτηριασμό),δεν είναι το ευκολότερο πράγμα, ειδικά εάν δεν την έχεις ενημερώσει για τους κινδύνους νόσησης, το όφελος από την πράξη σε αντιδιαστολή με την σωματική και ψυχολογική ταλαιπωρία”.
Ο ρόλος της ανοσοθεραπείας και των στοχευμένων θεραπειών
“Τα φάρμακα στοχευμένης θεραπείας δρουν κατά πρωτεϊνών-στόχων των καρκινοκυττάρων, αναστέλλοντας την ανάπτυξη, τη διασπορά και τον χρόνο ζωής τους. Οδηγούν στην καταστροφή των καρκινοκυττάρων ή επιβραδύνουν την ανάπτυξή τους. Έχουν συνήθως διαφορετικές παρενέργειες από τη χημειοθεραπεία και μπορούν να δοθούν ενδοφλεβίως υποδορίως ή από του στόματος. Μερικά από αυτά μπορούν να θεωρηθούν και ως ανοσοθεραπεία, γιατί διεγείρουν το ανοσοποιητικό σύστημα”.
“Επιχειρώντας μια κατηγοριοποίηση της στοχευμένης θεραπείας για τον καρκίνο του μαστού, έχουμε τα εξής φάρμακα:
1. Για HER2 θετικούς (trastuzumab, pertuzumab κ.ά.)
2. Για θετικούς ορμονικούς υποδοχείς (CDK 4/6 inhibitors)
3. Για μεταλλάξεις BRCA1/2 (PARP inhibitors)
4. Για τριπλά αρνητικό καρκίνο (συνδυασμός).
“Η εφαρμογή των στοχευμένων θεραπειών ή και της ανοσοθεραπείας, μόνη ή σε συνδυασμό με ανοσοθεραπεία και ορμονοθεραπεία, έχει βελτιώσει σημαντικά τους στόχους των μελετών όσον αφορά τα πρωτεύοντα και δευτερεύοντα καταληκτικά σημεία, όπως το PFS ή και την επιβίωση”.
“Το μεγάλο πρόβλημα της χορηγήσεων αυτών των θεραπειών είναι οι παρενέργειες, που οδηγούν και στη διακοπή της θεραπείας μερικές φορές.
Τα κριτήρια για μια χειρουργική επέμβαση στον καρκίνο του μαστού
“Εφόσον επιλεγεί να προηγηθεί η χειρουργική επέμβαση, οι επιλογές που υπάρχουν είναι δύο: είτε μερική είτε ολική μαστεκτομή. Από τα κύρια κριτήρια επιλογής είναι το μέγεθος του όγκου προς το μέγεθος του μαστού. Ένας όγκος 3 εκ. σημαίνει ότι πρέπει να γίνει ολική αφαίρεση του οργάνου σε μια γυναίκα με μικρούς μαστούς, ενώ μερική αφαίρεση σε άλλη με μεγάλο μέγεθος μαστού. Μερικές φορές λαμβάνεται υπόψη και η απόσταση από τη θηλή: όταν γειτνιάζει ή σχεδόν εφάπτεται της θηλής, προτείνεται ολική αφαίρεση”.
“Η πολυεστιακότητα ή πολυκεντρικότητα της νόσου είναι ένδειξη για ολική μαστεκτομή, αν και σε ορισμένες περιπτώσεις η ευρεία εκτομή ολίγων εστιών είναι ογκολογικά πλέον αποδεκτή. Στόχος είναι το κοσμητικό αποτέλεσμα να είναι αποδεκτό από τη γυναίκα, υπολογίζοντας και την αισθητική επιβάρυνση που υπάρχει από την εφαρμογή ακτινοθεραπείας μετεγχειρητικά”.
“Υπολογίζοντας πάντα και το έντονο οικογενειακό ιστορικό, όταν υπάρχει, καθώς και τη γενετική προδιάθεση, μέσω γονιδιακού ελέγχου, η επέμβαση μπορεί να είναι ριζική και αμφοτερόπλευρη, γιατί η πιθανότητα επανεμφάνισης είναι αυξημένη και στον υγιή μαστό.
Οι κύριες αντενδείξεις για συντηρητική χειρουργική επέμβαση
“Υπάρχουν απόλυτες και σχετικές αντενδείξεις.
Απόλυτες: α) Πρώτο τρίμηνο κυήσεως (αδύνατη η ακτινοθεραπεία), β) πολυκεντρική νόσος, γ) διάχυτες ύποπτες μικροαποτιτανώσεις που υποδηλώνουν εκτεταμένο DCIS, δ) φλεγμονώδης καρκίνος μαστού, ε) όταν η εκτομή πρέπει να έχει υγιή και ασφαλή ογκολογικά όρια με το αισθητικό αποτέλεσμα να είναι απογοητευτικό, στ) γενετική προϋπόθεση αυξημένου κινδύνου υποτροπής ή επανεμφάνισης της νόσου στον άλλο μαστό (μεταλλάξεις σε γονίδια BRCA1, BRCA2, ATM κ.ά.).
Σχετικές αντενδείξεις: α) Προηγηθείσα ακτινοθεραπεία στην περιοχή του θωρακικού τοιχώματος και του μαστού, β) ενεργή αυτοάνοσος νόσος όπου συμμετέχει και το δέρμα (σκληρόδερμα, ερ. λύκος κ.ά.), γ) μεγάλο μέγεθος του όγκου σε σχέση με το μέγεθος του μαστού.
Τεχνικές ογκοπλαστικής ή και εφαρμογή προεγχειρητικής χημειοθεραπείας μπορεί να μετατρέψουν την αρχική απόφαση από ριζική επέμβαση σε συντηρητική, διατηρώντας τον μαστό”.
Σχετικά με την αποκατάσταση μαστού
“Επιθυμία κάθε γυναίκας είναι η ποιότητα ζωής. Η αποκατάσταση του μαστού μετά από μαστεκτομή εκτελείται από εξειδικευμένη ομάδα γιατρών, κυρίως με ειδικότητα πλαστικής χειρουργικής στην Ελλάδα. Μπορεί να είναι άμεση, δηλαδή κατά το πρώτο χειρουργείο μετά την αρχική ογκολογική επέμβαση ή και σε δεύτερο χρόνο, μετά τις επικουρικές προτεινόμενες θεραπείες”.
“Υπάρχουν πολλές τεχνικές αποκατάστασης που εξαρτώνται κυρίως από τη βιολογική κατάσταση της γυναίκας, το προσδόκιμο επιβίωσης και από τη συναπόφαση για το είδος μεταξύ της γυναίκας και του θεράποντος ιατρού. Ανάλογα με την τεχνική, δηλαδή εάν θα χρησιμοποιηθούν διατατήρες ιστών ή κατευθείαν μόνιμα ενθέματα ή ακόμη και αυτόλογος ιστός, διαρκεί και η χειρουργική επέμβαση”.
“Πολύωρες επεμβάσεις μπορεί να έχουν και αυξημένο κίνδυνο επιπλοκών και παρενεργειών. Η γενική αναισθησία, οι μεταγγίσεις αίματος θεωρούνται και παράγοντας ανοσοκαταστολής για τις ασθενείς. Πρέπει ο θεράποντας ιατρός να ενημερώσει λεπτομερώς τη γυναίκα για τις τεχνικές, ώστε να συναποφασίσει υπολογίζοντας και τους κινδύνους. Κοσμητικά πιο αποδεκτό αποτέλεσμα προκύπτει στις γυναίκες που ο μαστός τους αποκαθίσταται σε δεύτερο χρόνο (αποτέλεσμα μελετών)”.